προσβλεψις

προσβλεψις
    πρόσβλεψις
    πρόσ-βλεψις
    -εως ἥ взирание, глядение
    

(αὐτῷ τῷ λέγοντι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσβλεψις" в других словарях:

  • πρόσβλεψις — looking at fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβλέψει — πρόσβλεψις looking at fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσβλέψεϊ , πρόσβλεψις looking at fem dat sg (epic) πρόσβλεψις looking at fem dat sg (attic ionic) προσβλέπω look at aor subj act 3rd sg (epic) προσβλέπω look at fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβλέψεις — πρόσβλεψις looking at fem nom/voc pl (attic epic) πρόσβλεψις looking at fem nom/acc pl (attic) προσβλέπω look at aor subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσβλεψιν — πρόσβλεψις looking at fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσβλεψη — η / πρόσβλεψις, έψεως, ΝΑ, δωρ. τ. ποτίβλεψις [προσβλέπω] η προσήλωση τού βλέμματος σε ένα σημείο αρχ. (στον δωρ. τ.) άποψη, εξωτερική όψη …   Dictionary of Greek

  • προσβλέψεως — προσβλέψεω̆ς , πρόσβλεψις looking at fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβλέψῃ — προσβλέψηι , πρόσβλεψις looking at fem dat sg (epic) προσβλέπω look at aor subj mid 2nd sg προσβλέπω look at aor subj act 3rd sg προσβλέπω look at fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»